κενταύριον: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(nl) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[κενταύριον]] Α και [[κενταύρειον]]) [[κένταυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του γένους ερυθραία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] διακοσμητικών ή φαρμακευτικών [[φυτών]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[κενταύριον]] Α και [[κενταύρειον]]) [[κένταυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του γένους ερυθραία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] διακοσμητικών ή φαρμακευτικών [[φυτών]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κενταύριον -ου, τό zie κενταύρειον. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1417] τό, auch κενταύρειον, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, auch κενταυρίη u. κενταυρίς genannt, Hippocr., Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κενταύριον: εἶδος φυτοῦ, Λατ. centaureum (Λουκρήτ. 4. 124, Οὐεργ. Γεωρ. 4. 270), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 6· ἢ -ειον, τό, Σχολ. Νικ.· ὡσαύτως κενταυρίη, Ἱππ. 482. 35· -έα, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 5, 5.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κενταύριον Α και κενταύρειον) κένταυρος
νεοελλ.
βοτ. άλλη ονομασία του γένους ερυθραία
μσν.-αρχ.
είδος διακοσμητικών ή φαρμακευτικών φυτών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενταύριον -ου, τό zie κενταύρειον.