στιβέω: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στῐβέω:''' ([[στίβος]]), [[πατώ]], [[πορεύομαι]], [[διέρχομαι]] — Παθ., [[πᾶν]] ἐστίβηται [[πλευρόν]], [[κάθε]] [[πλευρά]] έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ. | |lsmtext='''στῐβέω:''' ([[στίβος]]), [[πατώ]], [[πορεύομαι]], [[διέρχομαι]] — Παθ., [[πᾶν]] ἐστίβηται [[πλευρόν]], [[κάθε]] [[πλευρά]] έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στιβέω [στίβος] betreden. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A tread, traverse, once in Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, searched, S.Aj.874.
German (Pape)
[Seite 943] treten, betreten, – der Spur nachgehen, ausspüren, πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν, Soph. Ai. 861, die ganze Stadt ist durchsucht.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβέω: (στίβος) πατῶ, περιπατῶ, διέρχομαι, μόνον ἅπαξ ἐν τῷ παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, πᾶσα πλευρὰ ἔχει πατηθῇ, ἐρευνηθῇ, Σοφ. Αἴ. 874· πρβλ. ἀστιβής, ἀστίβητος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. 3ᵉ sg. pf. Pass. ἐστίβηται;
c. στιβεύω.
Greek Monotonic
στῐβέω: (στίβος), πατώ, πορεύομαι, διέρχομαι — Παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, κάθε πλευρά έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στιβέω [στίβος] betreden.