σύμπλεκτος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύμπλεκτος:''' сплетенный вместе (τινι Anth.). | |elrutext='''σύμπλεκτος:''' сплетенный вместе (τινι Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A plaited, LXXEx.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
Greek Monolingual
-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
σύμπλεκτος: сплетенный вместе (τινι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat.