κατακωλύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακωλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[εμποδίζω]] από το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Αριστοφ.· [[αναχαιτίζω]], [[κρατώ]] [[πίσω]], σε Ξεν. — Παθ., με γεν. πράγμ., <i>κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''κατακωλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[εμποδίζω]] από το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Αριστοφ.· [[αναχαιτίζω]], [[κρατώ]] [[πίσω]], σε Ξεν. — Παθ., με γεν. πράγμ., <i>κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ</i>, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κωλύω verhinderen, tegenhouden, met inf.:; κατακωλυθεὶς ἐκπλεῦσαι verhinderd om uit te varen Dem. 19.323; met acc.: ὁπόσους ἐδύνατο κατεκώλυε τῶν ὁπλιτῶν ἔξω hij hield zoveel hoplieten als hij kon buiten de deur Xen. An. 5.2.16.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακωλύω Medium diacritics: κατακωλύω Low diacritics: κατακωλύω Capitals: ΚΑΤΑΚΩΛΥΩ
Transliteration A: katakōlýō Transliteration B: katakōlyō Transliteration C: katakolyo Beta Code: katakwlu/w

English (LSJ)

   A hinder from doing, c. acc. et inf., Simon.41, cf. Ar. Ach.1088; detain, keep back, τινα X.Oec.12.1, D.53.5; κ. ἔξω τινάς X.An.5.2.16; ἄχθεται . . τῷ κατακωλύοντι Pherecr.153.7:—Pass., c. gen. rei, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ D.33.13.

German (Pape)

[Seite 1358] verhindern; δειπνεῖν κατακωλύεις Ar. Ach. 1088; Xen. Oec. 12, 1; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ, er wurde an der Fahrt verhindert, Dem. 33, 13; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακωλύω: κωλύω ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κ. μελιηδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Σιμωνίδ. 51· κ. δειπνεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, τινὰ Ξεν. Οἰκ. 12, 1, Δημ. 1248. 1· κ. ἔξω τινὰς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 16· ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 3. 6.- Παθ., μετὰ γεν. πράγματος, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Δημ. 896. 20.

French (Bailly abrégé)

retenir, empêcher.
Étymologie: κατά, κωλύω.

Greek Monolingual

κατακωλύω (Α)
1. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («δειπνεῑν κατακωλύεις πάλαι», Αριστοφ.)
2. σταματώ («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

κατακωλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω από το να κάνει κάποιος κάτι, σε Αριστοφ.· αναχαιτίζω, κρατώ πίσω, σε Ξεν. — Παθ., με γεν. πράγμ., κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κωλύω verhinderen, tegenhouden, met inf.:; κατακωλυθεὶς ἐκπλεῦσαι verhinderd om uit te varen Dem. 19.323; met acc.: ὁπόσους ἐδύνατο κατεκώλυε τῶν ὁπλιτῶν ἔξω hij hield zoveel hoplieten als hij kon buiten de deur Xen. An. 5.2.16.