καλλίστευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλλίστευμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> высшая красота (sc. τῆς Ἑλένης Eur.);<br /><b class="num">2)</b> прекраснейший дар: ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. отобранная в качестве лучшего дара Локсию (Аполлону).
|elrutext='''καλλίστευμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> высшая красота (sc. τῆς Ἑλένης Eur.);<br /><b class="num">2)</b> прекраснейший дар: ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. отобранная в качестве лучшего дара Локсию (Аполлону).
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίστευμα -ατος, τό [καλλιστεύω] fraaiste gave:; καλλιστεύματα Λοξίᾳ fraaiste gaven voor Loxias Eur. Phoen. 215; schoonheid:. τῷ τῆσδε καλλιστεύματι om haar (Helena) schoonheid Eur. Or. 1639.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίστευμα Medium diacritics: καλλίστευμα Low diacritics: καλλίστευμα Capitals: ΚΑΛΛΙΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: kallísteuma Transliteration B: kallisteuma Transliteration C: kallistevma Beta Code: kalli/steuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A offering of what is most beautiful, E.Ph. 215 (lyr., pl.); the fairest prize, Id.Or.1639.    II τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων second prize for beauty, Lyc.1011.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, Vorzug der Schönheit; Eur. Or. 1655; Lycophr. 1011; Preis der Schönheit, Eur. Phoen. 223.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίστευμα: τό, ὑπέροχον κάλλος, Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον κάλλος, περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet le plus beau :
1 extrême beauté;
2 la plus belle offrande, le plus beau présent;
3 fleur de beauté.
Étymologie: καλλιστεύω.

Greek Monolingual

καλλίστευμα, τὸ (Α) καλλιστεύω
1. το προτέρημα της ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος
2. το βραβείο της ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ' ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.)
3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» — το δεύτερο βραβείο ωραιότητας.

Greek Monotonic

καλλίστευμα: -ατος, τό,
I. υπέροχη ομορφιά, ωραιότητα, σε Ευρ.
II. οι πρώτοι καρποί της ομορφιάς, οι πιο εκλεκτοί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίστευμα: ατος τό1) высшая красота (sc. τῆς Ἑλένης Eur.);
2) прекраснейший дар: ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. отобранная в качестве лучшего дара Локсию (Аполлону).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίστευμα -ατος, τό [καλλιστεύω] fraaiste gave:; καλλιστεύματα Λοξίᾳ fraaiste gaven voor Loxias Eur. Phoen. 215; schoonheid:. τῷ τῆσδε καλλιστεύματι om haar (Helena) schoonheid Eur. Or. 1639.