συγκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατρέχω]] κίνδυνο από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., [[συμμετέχω]] στον κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], [[πολεμώ]] μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''συγκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατρέχω]] κίνδυνο από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., [[συμμετέχω]] στον κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], [[πολεμώ]] μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κινδυνεύω, Att. ook ξυγκινδυνεύω samen gevaar lopen, het gevaar delen; met dat. met iem.; abs.; met acc. v. h. inw. obj.. θάνατον σ. samen levensgevaar lopen Luc. 39.27.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκινδῡνεύω Medium diacritics: συγκινδυνεύω Low diacritics: συγκινδυνεύω Capitals: ΣΥΓΚΙΝΔΥΝΕΥΩ
Transliteration A: synkindyneúō Transliteration B: synkindyneuō Transliteration C: sygkindyneyo Beta Code: sugkinduneu/w

English (LSJ)

   A incur danger along with others, τισι Th.8.22, Plu.Art.8, etc.; τῷ φράζειν σ. τινί by saying, Pl.Lg.969a; μετά τινος Plb.2.3.5: abs., share in the danger, be partners in danger, X.Ages.11.13, Pl.Phlb.29a, D.15.19, etc.; πρὸς τοὺς βαρβάρους OGI 765.21 (Priene): c. dat. modi, τῷ ναυτικῷ with their navy, Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 967] mit Gefahr laufen, sich mit Einem in Gefahr begeben, τινί, Plat. Phil. 29 a Legg. XII, 969 a; Thuc. 8, 22; Xen. Ages. 11, 13, mit od. neben Einem kämpfen, οἱ μετὰ τῶν εὐζώνων συγκινδυνεύοντες ἱππεῖς, Pol. 2, 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συγκινδῡνεύω: κινδυνεύω ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου, τινι Θουκ. 8. 22, Πλούταρχ. κλπ.· τῷ φράζειν σ. τινὶ Πλάτ. Νόμ. 969A· μετά τινος Πολύβ. 2. 3, 5 ― ἀπολ., μετέχω τοῦ κινδύνου, Ξεν. Ἀγησ. 11. 13, Πλάτ. Φίληβ. 29A, Δημ. 196. 3, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, τῷ ναυτικῷ, διὰ τοῦ ναυτικοῦ των, Ἰσοκρ. 179A.

French (Bailly abrégé)

1 s’exposer à un danger avec, τινι;
2 particul. être compagnon d’armes de, τινι.
Étymologie: σύν, κινδυνεύω.

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α
1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον
2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», Πλάτ.).

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α
1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον
2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συγκινδῡνεύω: μέλ. -σω, διατρέχω κίνδυνο από κοινού με κάποιον, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., συμμετέχω στον κίνδυνο, κινδυνεύω, πολεμώ μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κινδυνεύω, Att. ook ξυγκινδυνεύω samen gevaar lopen, het gevaar delen; met dat. met iem.; abs.; met acc. v. h. inw. obj.. θάνατον σ. samen levensgevaar lopen Luc. 39.27.