κατακοντίζω: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] με [[ακόντιο]], σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''κατᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] με [[ακόντιο]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ακοντίζω, neerschieten, doden (met een speer).
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκοντίζω Medium diacritics: κατακοντίζω Low diacritics: κατακοντίζω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: katakontízō Transliteration B: katakontizō Transliteration C: katakontizo Beta Code: katakonti/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ, used also by Hdt.9.17:—

   A shoot down, Id. l.c., Th.8.108, D.18.151, LXXJu.1.15: pf. inf. Pass. κατηκοντίσθαι Phld.Piet.34; θηρία -όμενα Luc.Tox.59.

German (Pape)

[Seite 1355] mit dem Wurfspieß niederwerfen, tödten; Her. 9, 17; Dem. u. Folgde, D. Sic. 16, 31.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 9. 17· καταβάλλω ἀκοντίζων, ὁ αὐτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 277. 21, κτλ.· τὸ παθ. κατακοντίζομαι, Γρηγ.

French (Bailly abrégé)

f. κατακοντιῶ, ao. κατεκόντισα;
abattre ou tuer à coups de javelots.
Étymologie: κατά, ἀκοντίζω.

Greek Monolingual

κατακοντίζω (AM)
πλήττω κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με ακόντιο («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ)
αρχ.
φονεύω με ακόντιο («ὡς κατακοντιέει σφέας», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κατᾰκοντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, καταβάλλω, καταρρίπτω με ακόντιο, σε Ηρόδ., Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ακοντίζω, neerschieten, doden (met een speer).