πιτυρώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(32)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίτυρον]]<br /><b>1.</b> ο ὁμοιος με πίτυρα, [[πιτυροειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα, [[πιτυρούχος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[ούρα]]) αυτός που έχει τη [[μορφή]] πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[πιτυρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πιτυρώδης]]<br />ο [[πιτυρούχος]] [[άρτος]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίτυρον]]<br /><b>1.</b> ο ὁμοιος με πίτυρα, [[πιτυροειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα, [[πιτυρούχος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[ούρα]]) αυτός που έχει τη [[μορφή]] πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[πιτυρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πιτυρώδης]]<br />ο [[πιτυρούχος]] [[άρτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες ( sc. ὑποστάσιες ) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῡρώδης Medium diacritics: πιτυρώδης Low diacritics: πιτυρώδης Capitals: ΠΙΤΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: pityrṓdēs Transliteration B: pityrōdēs Transliteration C: pityrodis Beta Code: piturw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bran-like, Thphr.CP1.5.4, Gal.6.483; ὑποστάσιες π., of sediment in urine, Hp.Prog.12.    2 scurfy, Id.Aph.4.77, Coac.570.

German (Pape)

[Seite 622] ες, 1) kleienartig. – 2) schorfartig, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πίτυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 4· ἄρτοι π. Γαλην. 2) πάσχων ἐκ πιτυριάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, τλ. 3) πρβλ. πίτυρον 3.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πίτυρον
1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής
2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος
3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)
4. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πιτυρίαση
5. το αρσ. ως ουσ. πιτυρώδης
ο πιτυρούχος άρτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες ( sc. ὑποστάσιες ) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12.