τυρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
(42)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[τυρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τυρός]]<br />[[τυροειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τυρώδης]] [[νέκρωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] νέκρωσης που εμφανίζεται σε [[φυματίωση]], αλλ. [[τυροειδής]] [[εκφύλιση]] ή [[τυροειδής]] [[αλλοίωση]] ή [[τυροειδοποίηση]].
|mltxt=-ες / [[τυρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τυρός]]<br />[[τυροειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τυρώδης]] [[νέκρωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] νέκρωσης που εμφανίζεται σε [[φυματίωση]], αλλ. [[τυροειδής]] [[εκφύλιση]] ή [[τυροειδής]] [[αλλοίωση]] ή [[τυροειδοποίηση]].
}}
{{elnl
|elnltext=τυρώδης -ες [τυρός] kaas-achtig.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρώδης Medium diacritics: τυρώδης Low diacritics: τυρώδης Capitals: ΤΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: tyrṓdēs Transliteration B: tyrōdēs Transliteration C: tyrodis Beta Code: turw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like cheese, σιτία Hp.Aff.47, cf. Mnesith.Cyz. ap. Orib.inc.15.13, Plu.2.131e,|Sor.1.87,|Gal.6.47 (Sup.), 684; containing cheese (cf. τυρόεις and Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c), ἄρτος SIG 1025.49 (Cos, iv/iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1165] ες, käsig, käseartig, Plut. de sanit. tuend. p. 395.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τυρόν, τὰ στερεὰ καὶ πολύτροφα τῶν σιτίων, οἷον τὰ τυρώδη καὶ κρεώδη Πλούτ. 2. 131Ε· (οὐσίας) παχείας τε καὶ τυρώδους Γαλην. τ. 6 σ. 766, 2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de la nature du fromage.
Étymologie: τυρός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τυρώδης, -ῶδες, ΝΑ τυρός
τυροειδής
νεοελλ.
φρ. «τυρώδης νέκρωση»
ιατρ. μορφή νέκρωσης που εμφανίζεται σε φυματίωση, αλλ. τυροειδής εκφύλιση ή τυροειδής αλλοίωση ή τυροειδοποίηση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυρώδης -ες [τυρός] kaas-achtig.