προεκπλέω: Difference between revisions

From LSJ
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεκπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] προς τα έξω από [[πριν]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προεκπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] προς τα έξω από [[πριν]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εκπλέω vooraf uitvaren.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκπλέω Medium diacritics: προεκπλέω Low diacritics: προεκπλέω Capitals: ΠΡΟΕΚΠΛΕΩ
Transliteration A: proekpléō Transliteration B: proekpleō Transliteration C: proekpleo Beta Code: proekple/w

English (LSJ)

   A sail out before, Plu.Arist.23, Nic.20.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πλέω), vorher zu Schiffe auslaufen, Plut. Nic. 20.

Greek (Liddell-Scott)

προεκπλέω: ἐκπλέω πρότερον, Πλουτ. Ἀριστείδ. 23, Νικ. 20.

French (Bailly abrégé)

sortir du port auparavant ou le premier.
Étymologie: πρό, ἐκπλέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
εκπλέω, αποπλέω προηγουμένως.

Greek Monotonic

προεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω προς τα έξω από πριν, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκπλέω vooraf uitvaren.