κερδαλεόφρων: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερδᾰλεόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει πανούργο [[μυαλό]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κερδᾰλεόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει πανούργο [[μυαλό]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κερδᾰλεόφρων:''' 2, gen. ονος корыстолюбивый, алчный ([[Ἀγαμέμνων]], [[Ὀδυσσεύς]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδᾰλεόφρων Medium diacritics: κερδαλεόφρων Low diacritics: κερδαλεόφρων Capitals: ΚΕΡΔΑΛΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kerdaleóphrōn Transliteration B: kerdaleophrōn Transliteration C: kerdaleofron Beta Code: kerdaleo/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A greedy of gain, Il.1.149, 4.339; crafty, Opp.C.2.29.

German (Pape)

[Seite 1423] ονος, schlaues, listiges Sinnes, der aus Allem Vortheil zu ziehen weiß; Il. 1, 149. 4, 339; Opp. Cyn. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κερδᾰλεόφρων: -ον, πανοῦργος, πανούργως διανοούμενος, Ἰλ. Α. 149., Δ. 339, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 29.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit rusé, astucieux.
Étymologie: κερδαλέος, φρήν.

English (Autenrieth)

with mind bent on gain, greedy-minded, Il. 1.149; craftyminded, Il. 4.339.

Greek Monolingual

κερδαλεόφρων, -ον (Α)
1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος
2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + -φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό-φρων, πιστό-φρων].

Greek Monotonic

κερδᾰλεόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει πανούργο μυαλό, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κερδᾰλεόφρων: 2, gen. ονος корыстолюбивый, алчный (Ἀγαμέμνων, Ὀδυσσεύς Hom.).