κεράμιος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο(ν) (Α [[κεράμιος]], -ία, -ον) [[κέραμος]]<br /><b>1.</b> [[κεράμειος]].<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[αγγείο]] από πηλό, πήλινο [[αγγείο]], [[υδρία]] («οἴνου δὲ κεράμια [[χίλια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i> [[γένος]] ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεράμιος]]<br />ο [[κεραμέας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κεράμιον]]<br />νεκρικὴ [[λάρνακα]], [[σαρκοφάγος]].
|mltxt=-α, -ο(ν) (Α [[κεράμιος]], -ία, -ον) [[κέραμος]]<br /><b>1.</b> [[κεράμειος]].<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[αγγείο]] από πηλό, πήλινο [[αγγείο]], [[υδρία]] («οἴνου δὲ κεράμια [[χίλια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i> [[γένος]] ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεράμιος]]<br />ο [[κεραμέας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κεράμιον]]<br />νεκρικὴ [[λάρνακα]], [[σαρκοφάγος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεράμιος -α -ον zie κεραμεοῦς.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμιος Medium diacritics: κεράμιος Low diacritics: κεράμιος Capitals: ΚΕΡΑΜΙΟΣ
Transliteration A: kerámios Transliteration B: keramios Transliteration C: keramios Beta Code: kera/mios

English (LSJ)

ὁ,

   A = κεραμεύς, CIG5021, 5028 (Nubia).    II v. κεραμεοῦς.

German (Pape)

[Seite 1420] = κεράμειος, irden, thönern; πλίνθοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμιος: ία, ον, = κεράμεος, Στράβ. 17. 2, 3, σ. 402, 21, Διοσκ. 5. 10.

Greek Monolingual

-α, -ο(ν) (Α κεράμιος, -ία, -ον) κέραμος
1. κεράμειος.
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν)
αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κεράμιος
ο κεραμέας
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιον
νεκρικὴ λάρνακα, σαρκοφάγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράμιος -α -ον zie κεραμεοῦς.