εὔθρυπτος: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), εύθραστος, [[εύθρυπτος]], [[ετοιμόρροπος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''εὔθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), εύθραστος, [[εύθρυπτος]], [[ετοιμόρροπος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔθρυπτος:''' <b class="num">1)</b> легко ломающийся, ломкий ([[αὐχήν]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> податливый, рыхлый ([[ἀήρ]] Arst.; γῆ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> легко переваривающийся или разжевываемый (τὸ [[σαρκῶδες]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (θρύπτω)
A easily broken, αὐχήν Arist.PA694b29; easily dispersed, ἀήρ Id.de An.420a8, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73; of earth, crumbling, Str.12.8.17, Plu.Sert.17; of the fleshy parts of fish, Id.2.916b. II metaph., enervated, Gal.1.186, Sor.1.25.
German (Pape)
[Seite 1070] leicht zu zermalmen, Arist. part. an. 4, 12; ἀήρ de an. 2, 8 u. Sp.; γῆ, locker, Strab. XII, 579; Plut. Sertor. 17; vom Fleisch der Fische, mürbe, weich, qu. Nat. 18. Auch übertr., verweichlicht, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθρυπτος: -ον, (θρύπτω) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, εὔπεπτος, ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à amollir, à rompre ; en parl. de viande facile à digérer.
Étymologie: εὖ, θρύπτω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔθρυπτος, -ον)
αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.)
2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα
αρχ.
1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ.)
2. (για κρέας ή ψάρι) ο εύπεπτος
3. μτφ. ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, σπάζω»)].
Greek Monotonic
εὔθρυπτος: -ον (θρύπτω), εύθραστος, εύθρυπτος, ετοιμόρροπος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εὔθρυπτος: 1) легко ломающийся, ломкий (αὐχήν Arst.);
2) податливый, рыхлый (ἀήρ Arst.; γῆ Plut.);
3) легко переваривающийся или разжевываемый (τὸ σαρκῶδες Plut.).