σκυτοτομεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(37)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκυτοτόμιον]], τὸ, Α [[σκυτοτόμος]]<br />το [[εργαστήρι]] του σκυτοτόμου, [[υποδηματοποιείο]].
|mltxt=και [[σκυτοτόμιον]], τὸ, Α [[σκυτοτόμος]]<br />το [[εργαστήρι]] του σκυτοτόμου, [[υποδηματοποιείο]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκυτοτομεῖον -ου, τό [σκυτοτόμος] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.
}}
}}

Revision as of 11:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομεῖον Medium diacritics: σκυτοτομεῖον Low diacritics: σκυτοτομείον Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΕΙΟΝ
Transliteration A: skytotomeîon Transliteration B: skytotomeion Transliteration C: skytotomeion Beta Code: skutotomei=on

English (LSJ)

τό,

   A shoemaker's shop, Lys.24.20, Macho ap.Ath. 13.581d (v.l. -ιον).

German (Pape)

[Seite 909] τό, = σκυτοτόμιον, Lys. 24, 20.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier ou boutique de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek Monolingual

και σκυτοτόμιον, τὸ, Α σκυτοτόμος
το εργαστήρι του σκυτοτόμου, υποδηματοποιείο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομεῖον -ου, τό [σκυτοτόμος] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.