παμφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παμφάρμᾰκος:''' -ον, [[έμπειρος]] σε όλα τα είδη των μαγικών ή των φαρμάκων, σε Πίνδ.
|lsmtext='''παμφάρμᾰκος:''' -ον, [[έμπειρος]] σε όλα τα είδη των μαγικών ή των φαρμάκων, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παμφάρμᾰκος:''' знакомый со всеми (волшебными) снадобьями (ξείνα, т. е. [[Μήδεια]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμφάρμᾰκος Medium diacritics: παμφάρμακος Low diacritics: παμφάρμακος Capitals: ΠΑΜΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: pamphármakos Transliteration B: pampharmakos Transliteration C: pamfarmakos Beta Code: pamfa/rmakos

English (LSJ)

ον,

   A skilled in all charms or drugs, of Medea, Pi.P.4.233.

German (Pape)

[Seite 455] ξείνα, ἡ, heißt Medea, Pind. P. 4, 233, aller Zauberkünste kundig.

Greek (Liddell-Scott)

παμφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἔμπειρος εἰς πάντα τὰ εἴδη τῶν μαγικῶν φαρμάκων, ἐπὶ τῆς Μηδείας, Πινδ. Π. 4. 415.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui connaît ou manie tous les poisons.
Étymologie: πᾶν, φάρμακον.

English (Slater)

παμφάρμᾰκος
   1 all powerful in magic παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς i. e. of Medea (P. 4.233)

Greek Monolingual

παμφάρμακος, -ον (Α)
έμπειρος σε κάθε είδος μαγικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φάρμακον.

Greek Monotonic

παμφάρμᾰκος: -ον, έμπειρος σε όλα τα είδη των μαγικών ή των φαρμάκων, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παμφάρμᾰκος: знакомый со всеми (волшебными) снадобьями (ξείνα, т. е. Μήδεια Pind.).