θάρσυνος: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θάρσῠνος:''' -ον, = [[θαρσαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]], στο ίδ. | |lsmtext='''θάρσῠνος:''' -ον, = [[θαρσαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θάρσῠνος:''' <b class="num">1)</b> проникнутый уверенностью, доверяющий, твердо верящий (οἰωνῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> самоуверенный или легковерный, по друг. отважный или дерзкий (Τρώων [[πόλις]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,= θαρσαλέος, Il.16.70: c. dat.,
A relying on a thing, οἰωνῷ 13.823.
German (Pape)
[Seite 1187] poet. = θαρσαλέος, Il. 16, 70, οἰωνῷ, sich darauf verlassend, 13, 823.
Greek (Liddell-Scott)
θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, Ἰλ. Π. 70· μετὰ δοτ., ἔχων πεποίθησιν εἴς τι, πεποιθώς, οἰωνῷ Ν. 823.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de confiance en, τινι.
Étymologie: θάρσος.
English (Autenrieth)
confident, relying upon (τινί), Il. 13.823.
Greek Monolingual
θάρσυνος, -ον (Α)
1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾱσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.].
Greek Monotonic
θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω πίστη, εμπιστοσύνη σε κάτι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θάρσῠνος: 1) проникнутый уверенностью, доверяющий, твердо верящий (οἰωνῷ Hom.);
2) самоуверенный или легковерный, по друг. отважный или дерзкий (Τρώων πόλις Hom.).