Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσφερής: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφερής:''' -ές ([[προσφέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, [[παρόμοιος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ [[σῶμα]] προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων</i>, σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐμφερής]].<br /><b class="num">II.</b> = [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσφερής:''' -ές ([[προσφέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, [[παρόμοιος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ [[σῶμα]] προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων</i>, σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐμφερής]].<br /><b class="num">II.</b> = [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφερής:''' <b class="num">1)</b> сходный, схожий, похожий (τινι Her., Aesch., Arph., Thuc., редко τινος Eur.): προσφερέστερον [[δέμας]] Eur. разительное внешнее сходство;<br /><b class="num">2)</b> подходящий, выгодный, полезный (τινι Her. - v. l. [[προφερής]]).
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφερής Medium diacritics: προσφερής Low diacritics: προσφερής Capitals: ΠΡΟΣΦΕΡΗΣ
Transliteration A: prospherḗs Transliteration B: prospherēs Transliteration C: prosferis Beta Code: prosferh/s

English (LSJ)

ές, (προσφέρω)

   A similar, like, c. dat., Hdt.2.105, 4.33, A. Ag.1218, Ch.176, E.Hel.591, Ar.Ec.67, Th.1.49, etc.; προσφερέστατοι [τῇ θεῷ] ἄνδρες Pl.Ti.24d; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ φυχῇ Id.R.494b, cf. Phlb.51d; βίος οἴνῳ π. Antiph.240; προσφερέστερον δέμας E.Hel.559: rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαι Id.HF131 (lyr.). Adv. -ρῶς, c. dat., Placit.4.4.4, etc.    II = πρόσφορος, conducive, useful, τινι Hdt.5.111 (v.l. προφερέστερον).

German (Pape)

[Seite 785] ές, hinzu, nahe gebracht, nahe kommend, ähnlich; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν, Aesch. Ag. 1191; αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν, Ch. 174; νυκτὶ προσφερεῖς κόρας, Eur. Or. 408; Hel. 597 u. öfter; Ar. Eccl. 67; u. in Prosa: Her. 2, 105. 4, 33; Thuc. 1, 49; Plat. Phil. 51 d Rep. X, 616 b u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Icaro- men. 2. – Bei Her. 5, 111 als v. l. προσφερέστατος, = προσφορώτατος, zuträglich.

Greek (Liddell-Scott)

προσφερής: -ές, (προσφέρω) ὁ πλησίον φερόμενος, πλησιάζων. ὅθεν μεταφορ., ὅμοιος, τινι Ἡρόδ. 2. 105., 4. 33, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1218, Χο. 176, Εὐρ. Ἑλ. 591, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 67, Θουκ. 1. 49, κλτ.· προσφερέστατοι αὐτῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 494Β, πρβλ. Φίληβ. 51D· προσφερέστερον δέμας Εὐρ. Ἐλ. 559· - σπανίως μετὰ γενικ., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 132. - Ἐπίρρ. -ρῶς. Πλούτ. 2. 898Ε, κτλ.· - πρβλ. ἐμφερής, προσεμφερής, προσφέρω Β. Ι. 5. ΙΙ. = πρόσφορος, συντελεστικός, χρήσιμος, τινι Ἡρόδ. 5. 111 (διάφορ. γραφ. προφερέστερον).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se rapporte à, qui a quelque rapport avec, semblable à, τινι;
Cp. προσφερέστερος.
Étymologie: προσφέρω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. παρεμφερής, παρόμοιος («εἴπω περὶ τῶν Κολχῶν, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί», Ηρόδ.).
επίρρ...
προσφερῶς Α
κατά τρόπο παρεμφερή, παρομοίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περι-φερής].

Greek Monotonic

προσφερής: -ές (προσφέρω),
I. αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, παρόμοιος, τινι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· σπανίως με γεν., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων, σε Ευρ.· πρβλ. ἐμφερής.
II. = πρόσφορος, χρήσιμος, ωφέλιμος, τινι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προσφερής: 1) сходный, схожий, похожий (τινι Her., Aesch., Arph., Thuc., редко τινος Eur.): προσφερέστερον δέμας Eur. разительное внешнее сходство;
2) подходящий, выгодный, полезный (τινι Her. - v. l. προφερής).