κλινοπετής: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλῑνοπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), [[κατάκοιτος]], [[κλινήρης]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κλῑνοπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), [[κατάκοιτος]], [[κλινήρης]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλινοπετής -ές [κλίνω, πίπτω] bedlegerig. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A bed-ridden, Hp.Morb.1.14, X.HG5.4.58, etc.
German (Pape)
[Seite 1454] ές (aufs Bett fallend), bettlägerig; Xen. Hell. 5, 4, 58; Hippocr. u. Sp., wie D. Hal. 9, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοπετής: -ές, κατάκοιτος, κλινήρης, Ἱππ. 451. 21, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, κτλ. ― Οὐσ. κλινοπέτεια, Νεόφυτ. ἐν Cod. Reg. 1189, fol. 140a.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
alité, malade.
Étymologie: κλίνη, πίπτω.
Greek Monolingual
κλινοπετής, -ές (AM)
κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι' άρρωστίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πετής < πίπτω (πρβλ. γονυ-πετής, ουρανο-πετής)].
Greek Monotonic
κλῑνοπετής: -ές (πίπτω), κατάκοιτος, κλινήρης, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινοπετής -ές [κλίνω, πίπτω] bedlegerig.