δήλωμα: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δήλωμα]], το (Α) [[δηλώ]]<br />[[τρόπος]], [[μέσο]] να κάνει [[κάποιος]] γνωστό [[κάτι]], το [[φανέρωμα]].
|mltxt=[[δήλωμα]], το (Α) [[δηλώ]]<br />[[τρόπος]], [[μέσο]] να κάνει [[κάποιος]] γνωστό [[κάτι]], το [[φανέρωμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δήλωμα:''' ατος τό (при)знак, показатель, свидетельство (τοῖς παιδίοις τὸ δ. κλαυμοναὶ καὶ βοαί Plat.; ἀληθινῆς [[φιλίας]] δηλώματα Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήλωμα Medium diacritics: δήλωμα Low diacritics: δήλωμα Capitals: ΔΗΛΩΜΑ
Transliteration A: dḗlōma Transliteration B: dēlōma Transliteration C: diloma Beta Code: dh/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a means of making known, τινός Pl.Lg.792a, Plu.2.78e, etc.: pl., ib. 62d.

German (Pape)

[Seite 561] τό, Erklärung, Kundmachung; τοῖς παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ κα ὶ βοαί Plat. Legg. VII, 792 a; öfter im Crat.; auch im plur., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δήλωμα: τό, μέσον πρὸς δήλωσιν ἢ φανέρωσιν, Πλάτ. Νόμ. 792Α. κτλ., Πλούτ. Ἠθ. 78Ε, κατὰ πληθ. αὐτόθι 620, κλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
moyen de faire connaître.
Étymologie: δηλόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
A lingüíst., en las teorías semán.
I gestual manifestación, expresión c. gen. δ. του ... ἐγίγνετο, μιμησαμένου ... τοῦ σώματος ἐκεῖνο ὃ ἐβούλετο δηλῶσαι se producía una expresión de ello (el galope de un caballo) imitando el cuerpo lo que se quería mostrar Pl.Cra.423a, τοῖς ... παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ καὶ βοαί Pl.Lg.792a.
II verbal
1 representación, medio de expresión o descripción oral o por escrito δ. συλλαβαῖς καὶ γράμμασι πράγματος ὄνομα εἶναι Pl.Cra.433b, cf. 423b, 433d, δ. καὶ σύμβολον τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πάντων Plu.2.391c, cf. 683e, σύμβολον καὶ τοῦτο λέγων αὐτῆς (ἀρχῆς), ἀλλ' οὐ δ. τι οἰκεῖον usando éste (término) como símbolo de este (principio) y no como descripción propia Dam.Pr.46
significante op. σημαινόμενον ‘significado’, Dam.Pr.62.
2 información, noticias δηλώματός μοι παρα τῆς γυναικωνίτιδος ἥκοντος Gr.Nyss.V.Macr.p.411.23
declaración, revelación πέμπει τοῖς ἀδελφοῖς ἑαυτοῦ τὰ δηλώματα, λέγων ὅτι· Gr.Nyss.Ref.Eun.346.16.
B 1representación artística o figurativa οὕτω ... αἰσθήσεως συνείπετο δ. así de perfecta era la representación de su mirada (de una estatua), Callistr.2, τῆς οὐρανίου καὶ αἰθερίου φύσεως Eus.PE 3.7.5.
2 signo, evidencia, prueba προκοπῆς Plu.2.77d, cf. 2.78e, φιλίας Plu.2.62d.

Greek Monolingual

δήλωμα, το (Α) δηλώ
τρόπος, μέσο να κάνει κάποιος γνωστό κάτι, το φανέρωμα.

Russian (Dvoretsky)

δήλωμα: ατος τό (при)знак, показатель, свидетельство (τοῖς παιδίοις τὸ δ. κλαυμοναὶ καὶ βοαί Plat.; ἀληθινῆς φιλίας δηλώματα Plut.).