λοίγιος: Difference between revisions
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοίγιος:''' -ον ([[λοιγός]]), [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λοίγιος:''' -ον ([[λοιγός]]), [[λοιμικός]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοίγιος:''' губительный, пагубный (ἔργα Hom.): [[οἴω]] λοίγι᾽ [[ἔσεσθαι]] Hom. думаю, что плохо придется (троянцам). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (λοιγός)
A pestilent, deadly, λ. ἔργα Il.1.518, 573; οἴω λοίγι' ἔσεσθαι I think there shall be sorrow, 21.533, 23.310; λ. πῆμα A.R.1.469: neut. pl. λοίγια, of poisons, Androm. ap. Gal.14.37.
Greek (Liddell-Scott)
λοίγιος: -ον, (λοιγὸς) λοιμικός, θανατηφόρος, ὀλέθριος, λ. ἔργα Ἰλ. Α. 518, 573· οἴω λοίγι’ ἔσεσθαι, νομίζω ὅτι θὰ εἶναι ὀλέθριον τὸ τέλος, Φ. 533., Ψ. 310· λ. πῆμα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 469· ὥρη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pernicieux, funeste.
Étymologie: λοιγός.
English (Autenrieth)
(λοιγός): destructive, ruinous, deadly; as subst., Il. 21.533, Il. 23.310. (Il.)
Greek Monolingual
λοίγιος, -ον (Α) λοιγός (I)]
1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι' ἔσεσθαι» — νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια
ονομασία διαφόρων δηλητηρίων.
Greek Monotonic
λοίγιος: -ον (λοιγός), λοιμικός, θανατηφόρος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λοίγιος: губительный, пагубный (ἔργα Hom.): οἴω λοίγι᾽ ἔσεσθαι Hom. думаю, что плохо придется (троянцам).