διαπέρχομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπέρχομαι:''' αποθ., [[διαφεύγω]] ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], σε Δημ. | |lsmtext='''διαπέρχομαι:''' αποθ., [[διαφεύγω]] ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπέρχομαι:''' разбегаться, дезертировать Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:33, 31 December 2018
English (LSJ)
A slip away one by one, of soldiers deserting, D.49.14, 50.
German (Pape)
[Seite 595] (s. ἔρχομαι), zwischen-, durch-, davongehen, desertiren, von Soldaten, Dem. 49, 14. 50.
Greek (Liddell-Scott)
διαπέρχομαι: ἀποθ., διαφεύγω (-ομεν ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον), περὶ στρατιωτῶν ἀποδιδρασκόντων, Δημ. 1188. 23, 1199. 7.
French (Bailly abrégé)
déserter l’un après l’autre.
Étymologie: διά, ἀπέρχομαι.
Spanish (DGE)
escaparse, huir en diferentes direcciones οἱ στρατιῶται D.49.14, 50.
Greek Monolingual
διαπέρχομαι (Α)
φεύγω μετά από κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
διαπέρχομαι: αποθ., διαφεύγω ο ένας μετά τον άλλο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διαπέρχομαι: разбегаться, дезертировать Dem.