μελίχρως: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελίχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = [[μελίχροος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μελίχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = [[μελίχροος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελίχρως:''' ωτος adj. Anth. = [[μελίχροος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A honey-coloured, i. e. with olive complexion, freq. in Pap., as PPetr.3p.8, al. (iii B. C.), Sammelb.7169.17 (ii B. C.), cf. AP12.170 (Diosc.): also acc. pl. μελίχροας honey-coloured, κηρούς Q.S.3.224; of complexion, Ptol.Tetr.144: dat. sg. μελίχροϊ, νέκταρι Tryph. 113.
German (Pape)
[Seite 125] ωτος, = μελίχροος, honigfarbig; κοῦρος, Diosc. 5 (XII, 170); χροῦς, Qu. Sm. 3, 224.
Greek (Liddell-Scott)
μελίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = μελίχροος, Κόϊντ. Σμ. 3. 224, Ἀνθ. Π. 12. 170.
Greek Monolingual
μελίχρως, -ωτος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του μελιού, μελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χρώς, χρωτός (πρβλ. μολυβδό-χρως, πυρί-χρως)].
Greek Monotonic
μελίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = μελίχροος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελίχρως: ωτος adj. Anth. = μελίχροος.