πολυθαρσής: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυθαρσής:''' -ές ([[θάρσος]]), [[πολύ]] θαραλλέος, σε Όμηρ.
|lsmtext='''πολυθαρσής:''' -ές ([[θάρσος]]), [[πολύ]] θαραλλέος, σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυθαρσής -ές [πολύς, θάρσος] zeer moedig.
}}
}}

Revision as of 13:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυθαρσής Medium diacritics: πολυθαρσής Low diacritics: πολυθαρσής Capitals: ΠΟΛΥΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: polytharsḗs Transliteration B: polytharsēs Transliteration C: polytharsis Beta Code: poluqarsh/s

English (LSJ)

ές,

   A much-confident, μένος Il.17.156, Od.13.387; valorous, πόλεμος A.R.2.912.

German (Pape)

[Seite 663] ές, mit vieler Zuversicht, getrost, dreist; μένος, Il. 17, 156. 19, 37, wie Od. 13, 387; u. in späterer Prosa, wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολυθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, μένος Ἰλ. Ρ. 156, Ὀδ. Ν. 387.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de confiance, audacieux.
Étymologie: πολύς, θάρσος.

English (Autenrieth)

ές (θάρσος): bold, intrepid.

Greek Monolingual

-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.)
2. θαρραλέος, γενναίος
3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θαρσής (< θάρσος, το «θάρρος, θράσος»), πρβλ. ευ-θαρσής].

Greek Monotonic

πολυθαρσής: -ές (θάρσος), πολύ θαραλλέος, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυθαρσής -ές [πολύς, θάρσος] zeer moedig.