καταχαλκεύω: Difference between revisions
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταχαλκεύω]] (AM)<br />[[κατεργάζομαι]] χαλκό, [[χύνω]] [[κάτι]] σε χαλκό, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με χαλκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχαλκεύομαι</i><br />κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκεύω]] «[[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό»]. | |mltxt=[[καταχαλκεύω]] (AM)<br />[[κατεργάζομαι]] χαλκό, [[χύνω]] [[κάτι]] σε χαλκό, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με χαλκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχαλκεύομαι</i><br />κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκεύω]] «[[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταχαλκεύω:''' делать из меди (ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A work or mould in bronze, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο that [the coin] might not be worked up, Id.Lys.17.
Greek (Liddell-Scott)
καταχᾰλκεύω: ἐργάζομαι ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν νόμισμα) χρησιμοποιῆται ὡς μέταλλον, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17˙- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.
French (Bailly abrégé)
travailler en cuivre ou en airain, garnir de cuivre ou d’airain.
Étymologie: κατά, χαλκεύω.
Greek Monolingual
καταχαλκεύω (AM)
κατεργάζομαι χαλκό, χύνω κάτι σε χαλκό, κατασκευάζω κάτι με χαλκό
αρχ.
παθ. καταχαλκεύομαι
κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»].
Russian (Dvoretsky)
καταχαλκεύω: делать из меди (ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plut.).