ἑταιρεῖος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑταιρεῖος:''' -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, [[εταιρικός]], [[συντροφικός]]· [[Ζεὺς]] ἑτ., [[προστάτης]] της [[φιλίας]], σε Ηρόδ.· [[φόνος]] ἑτ., [[φόνος]] συντρόφου, φίλου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἑταιρεῖος:''' -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, [[εταιρικός]], [[συντροφικός]]· [[Ζεὺς]] ἑτ., [[προστάτης]] της [[φιλίας]], σε Ηρόδ.· [[φόνος]] ἑτ., [[φόνος]] συντρόφου, φίλου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑταιρεῖος:''' <b class="num">1)</b> относящийся к другу: [[φόνος]] ἑ. Anth. убийство друга;<br /><b class="num">2)</b> покровительствующий дружбе ([[Ζεύς]] Her.; [[θεός]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> влюбленный, любовный ([[φιλότης]] HH);<br /><b class="num">4)</b> надеваемый гетерами, гетерин ([[στόλος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑταιρεῖος Medium diacritics: ἑταιρεῖος Low diacritics: εταιρείος Capitals: ΕΤΑΙΡΕΙΟΣ
Transliteration A: hetaireîos Transliteration B: hetaireios Transliteration C: etaireios Beta Code: e(tairei=os

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἑταιρ-ήϊος, η, ον, (ἑταίρειος Hdn.Gr.1.137):—

   A of or belonging to companions : Ζεὺς ἑ. presiding over fellowship, Hdt.1.44, Diph.20, D.Chr. 1.39, etc.; so, of God, Ph.2.452 ; φόνος ἑ. the murder of a comrade, AP9.519 (Alc. Mess.).    II amorous, ἑ. φιλότης h.Merc.58 ; στόλος AP9.415 (Antiphil.).    III ἑταιρεῖον, τό, house of a ἑταίρα, Sch. Ar.Eq.873.

German (Pape)

[Seite 1046] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, Ζεύς, der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – φόνος, des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – φιλότης, buhlerisch, H. h. Merc. 58; στόλος, einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, Ζεὺς ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· φόνος ἑτ., ὁ φόνος συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. ἐρωτικός, πλήρης ἀγάπης, ἑτ. φιλότης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui préside aux amitiés, aux réunions d’amis (Zeus).
Étymologie: ἑταῖρος.

Greek Monolingual

ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) εταίρος
1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» — ο φόνος εταίρου, συντρόφου)
2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη
3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» — ο Ζευς ως προστάτης της φιλίας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑταιρεῑον
το σπίτι της εταίρας.

Greek Monotonic

ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, εταιρικός, συντροφικός· Ζεὺς ἑτ., προστάτης της φιλίας, σε Ηρόδ.· φόνος ἑτ., φόνος συντρόφου, φίλου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑταιρεῖος: 1) относящийся к другу: φόνος ἑ. Anth. убийство друга;
2) покровительствующий дружбе (Ζεύς Her.; θεός Arst.);
3) влюбленный, любовный (φιλότης HH);
4) надеваемый гетерами, гетерин (στόλος Anth.).