ὑπερφωνέω: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερφωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερέχω]] κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, <i>τινά</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπερφωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερέχω]] κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, <i>τινά</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερφωνέω:''' покрывать (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A speak exceedingly well, Philostr.VS1 Prooem. II trans., outbawl, τινα Luc.Rh.Pr.13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.AJ11.4.2: metaph., outdo, Philostr.VA5.7, cf. Jul.Or.6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.Ecl.2.4. 2 sing loudly, αἴνεσιν LXX Ju.15.14 (16.1).
German (Pape)
[Seite 1204] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφωνέω: ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., ὑπερβάλλω τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν ἔργον ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler plus haut que, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φωνέω.
Greek Monotonic
ὑπερφωνέω: μέλ. -ήσω, υπερέχω κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, τινά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφωνέω: покрывать (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.