μεγαλογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλογνώμων:''' -ον, αυτός που έχει ευγενές [[φρόνημα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''μεγᾰλογνώμων:''' -ον, αυτός που έχει ευγενές [[φρόνημα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλογνώμων:''' 2, gen. ονος с возвышенным образом мыслей, проникнутый благородством Xen.
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλογνώμων Medium diacritics: μεγαλογνώμων Low diacritics: μεγαλογνώμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: megalognṓmōn Transliteration B: megalognōmōn Transliteration C: megalognomon Beta Code: megalognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A of lofty sentiments, high-minded, Id.Oec.21.8: τὸ μ., = foreg., Philostr.Ep.73, cf. X.Ages.9.6.

German (Pape)

[Seite 106] ον, von hoher, erhabener Gesinnung, Xen. Oec. 21, 8 Ages. 9, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογνώμων: -ον, ὁ ἔχων ἔξοχα, γενναῖα αἰσθήματα, μεγαλόφρων, Ξεν. Οἰκ. 21, 8· τὸ μ. = τῷ προηγ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 9. 6.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a de grands sentiments, magnanime ; τὸ μεγαλογνῶμον la magnanimité.
Étymologie: μέγας, γνώμη.

Greek Monolingual

μεγαλογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει υψηλό και ευγενές φρόνημα, μεγαλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόγνωμον
η μεγαλογνωμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, ισχυρο-γνώμων.

Greek Monotonic

μεγᾰλογνώμων: -ον, αυτός που έχει ευγενές φρόνημα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλογνώμων: 2, gen. ονος с возвышенным образом мыслей, проникнутый благородством Xen.