λέχριος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λέχριος:''' -α, -ον, [[πλάγιος]], [[εγκάρσιος]], [[λοξός]], Λατ. [[obliquus]], σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., πάντα γὰρ λέχρια τἀν [[χεροῖν]], όλα τα χειρωνακτικά έργα είναι «[[ανάποδα]]», «στραβά», σε Σοφ. | |lsmtext='''λέχριος:''' -α, -ον, [[πλάγιος]], [[εγκάρσιος]], [[λοξός]], Λατ. [[obliquus]], σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., πάντα γὰρ λέχρια τἀν [[χεροῖν]], όλα τα χειρωνακτικά έργα είναι «[[ανάποδα]]», «στραβά», σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λέχριος:''' наклонный, косой: λ. ὀκλάσας Soph. склонившись набок, т. е. сбоку; λ. [[πεσών]] Eur. упав(ший) боком; πάντα λέχρια τἀν [[χεροῖν]] Soph. все валится из рук. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Call.Del.236: (v. λικριφίς):—
A slanting, crosswise, with a Verb, λ. ὀκλάσας S.OC195 (lyr.); λ. ἐκπεσεῖν, χωρεῖν, E.Hec.1026 (lyr.), Med.1168; τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας X.Cyn.4.3: metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, S.Ant.1345 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 36] eigtl. hingelehnt, in die Quere, schräg, von der Seite, wie Soph. O. C. 196 sagt λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λᾶος βραχὺς ὀκλάσας, auf den Stein zur Seite setze dich; übertr., πάντα γὰρ λέχρια τἂν χεροῖν, Ant. 1325, wo der Schol. πλάγια καὶ πεπτωκότα erkl., Alles liegt darnieder; λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα, Eur. Med. 1168, vgl. Hec. 1025; sp. D., τυτθὸν ἀποκλίνασα καρήατα λέχριος εὕδει Callim. Del. 236; διαδὺς λέχριος ἐν θαλάμῳ Agath. 8 (V, 294); einzeln auch in Prosa, τιθεῖσαι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Xen. Cyn. 4, 3; Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
couché de côté, oblique, incliné.
Étymologie: R. Λεχ, être oblique ; cf. λοξός.
Greek Monolingual
λέχριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.)
2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ-ρ-ιος < λεκ-σ-ρ-ιος (πρβλ. λάχ-νη < λακ-σνᾱ) συνδέεται με τη γλώσσα του Ησύχ. λέκρος και λικροί
οι όζοι τών ελαφείων κεράτων, πιθ. με λίγξ πλάγιος
καμπτήρ
πλάγιον
ή σχιστήρια (Ησύχ.) και με το λοξός. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα (e)leq- «κάμπτω»].
Greek Monotonic
λέχριος: -α, -ον, πλάγιος, εγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., πάντα γὰρ λέχρια τἀν χεροῖν, όλα τα χειρωνακτικά έργα είναι «ανάποδα», «στραβά», σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λέχριος: наклонный, косой: λ. ὀκλάσας Soph. склонившись набок, т. е. сбоку; λ. πεσών Eur. упав(ший) боком; πάντα λέχρια τἀν χεροῖν Soph. все валится из рук.