λήϊον: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λήϊον:''' Δωρ. [[λᾷον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> [[σπαρτά]], [[χωράφι]] [[πριν]] το θερισμό, Λατ. [[seges]], ὡς δ' [[ὅτε]] κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήϊον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]], [[σιτοβολώνας]], σε Θεόκρ., Βάβρ.
|lsmtext='''λήϊον:''' Δωρ. [[λᾷον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> [[σπαρτά]], [[χωράφι]] [[πριν]] το θερισμό, Λατ. [[seges]], ὡς δ' [[ὅτε]] κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήϊον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]], [[σιτοβολώνας]], σε Θεόκρ., Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λήϊον:''' дор. [[λαῖον]] и стяж. [[λᾷον]] τό нива, посев ([[βαθύ]] Hom.; τοῦ σίτου Arst.; κάρπιμον Theocr.).
}}
}}

Revision as of 14:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήϊον Medium diacritics: λήϊον Low diacritics: λήϊον Capitals: ΛΗΪΟΝ
Transliteration A: lḗïon Transliteration B: lēion Transliteration C: liion Beta Code: lh/i+on

English (LSJ)

(A), Dor. λᾷον (q.v.), τό,

   A standing crop, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λ. Il.2.147, al., cf. Hes.Sc.288, Hdt.1.19, Pherecr.20 (pl.); τοῦ σίτου τὸ λ. Arist.HA612a32; λ. σίτου βαθύ Arr.An.1.4.1; λήϊά τε σταχύων IG14.1389ii 10.    2 in later Poets, also, corn-field, Theoc.10.42 (in Dor. form); ληΐου κόμῃ Babr.88.3.    3 = λεία, booty, SIG3g (Susa, from Didyma, v B.C.).
λήϊον (B), τό, v.λῄδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
champ de blé ; moisson ; champ ensemencé.
Étymologie: R. ΛαϜ, v. *λάω.

Greek Monolingual

λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)
1. αθέριστοι καρποί του αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.)
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι
3. η λεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον «κέρδος, προϊόν». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα απολαύω και λεία (ιων. τ. ληΐη)].

Greek Monotonic

λήϊον: Δωρ. λᾷον, τό,
1. σπαρτά, χωράφι πριν το θερισμό, Λατ. seges, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιτοβολώνας, σε Θεόκρ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

λήϊον: дор. λαῖον и стяж. λᾷον τό нива, посев (βαθύ Hom.; τοῦ σίτου Arst.; κάρπιμον Theocr.).