πονήρευμα: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πονήρευμα:''' ατος τό дурной поступок Dem. | |elrutext='''πονήρευμα:''' ατος τό дурной поступок Dem. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A villainies, D.19.257, D.H.6.84: sg., Jul.Or.3.115a. II Medic., in sg., bad state or condition, Gal.19.138.
German (Pape)
[Seite 680] τό, böse Handlung; Dem. 25, 60; D. Hal. 6, 84.
Greek (Liddell-Scott)
πονήρευμα: τό, πανοῦργον τέχνασμα, ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mauvaise action.
Étymologie: πονηρεύομαι.
Greek Monolingual
-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν πονηρεύω / πονηρεύομαι]]
(κυρίως στον πληθ.) τα πονηρεύματα
πανούργο τέχνασμα, πονηρή πράξη, κατεργαριά
αρχ.
ιατρ. κακή ψυχική διάθεση ή φυσική κατάσταση.
Greek Monotonic
πονήρευμα: τό, απατηλό τέχνασμα, πονηρό μηχάνευμα, σε πληθ., σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πονήρευμα: ατος τό дурной поступок Dem.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.