δολοπλόκος: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δολοπλόκος:''' -ον ([[πλέκω]]), αυτός που πλέκει, εξυφαίνει δόλους, [[ραδιούργος]], [[σκευωρός]], σε [[Σαπφώ]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δολοπλόκος:''' -ον ([[πλέκω]]), αυτός που πλέκει, εξυφαίνει δόλους, [[ραδιούργος]], [[σκευωρός]], σε [[Σαπφώ]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δολοπλόκος:''' сплетающий обманы, т. е. лукавый ([[Ἀφροδίτη]] [[Sappho]]; [[Κυπρογενής]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον (α, ον v.l. in Lyr.Adesp.129),
A weaving wiles, Ἀφροδίτα Sapph.1.2; μῦθος Tryph.264.
German (Pape)
[Seite 655] Listen flechtend, Ränke spinnend, verschlagen; Ἀφροδίτη Sappho 1, 2; p. bei Arist. Eth. 7, 7; Eros, Alph. 3 (Plan. 212); γέρων Tryph. 264.
Greek (Liddell-Scott)
δολοπλόκος: -ον, δόλους πλέκων, Ἀφροδίτα, Σαπφὼ 1. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ourdit, trame des ruses.
Étymologie: δόλος, μῦθος.
Spanish (DGE)
-ον
1 de dioses y héroes urdidor de engaños epít. de Afrodita, Sapph.1.2, Simon.36.9, Thgn.1386, Lyr.Adesp.31, Orph.H.55.3, prob. en Inc.Lesb.42.7, Ibyc.199.2S., de Eros AP 16.212 (Alph.), de Odiseo, Nonn.D.13.110, de Hera, Nonn.D.8.196
•de pers. mentiroso, falso, Cat.Cod.Astr.12.125.23.
2 de palabras, voces, etc. engañoso λόγοι Aesop.306, μῦθος Triph.264, ὕμνος Nonn.D.1.413, φωνή Nonn.D.20.265, Par.Eu.Io.11.49.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δολοπλόκος, -ον)
αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια.
Greek Monotonic
δολοπλόκος: -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει, εξυφαίνει δόλους, ραδιούργος, σκευωρός, σε Σαπφώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δολοπλόκος: сплетающий обманы, т. е. лукавый (Ἀφροδίτη Sappho; Κυπρογενής Arst.).