ἐπιρροίβδην: Difference between revisions
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιρροίβδην:''' ([[ῥοῖβδος]]), επίρρ., με μανιώδη [[ορμή]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐπιρροίβδην:''' ([[ῥοῖβδος]]), επίρρ., με μανιώδη [[ορμή]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιρροίβδην:''' adv. бурно, стремительно, неудержимо (ὁμαρτεῖν τινα Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A with noisy fury, E.HF860 (troch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρροίβδην: Ἐπίρρ. ὡς τὸ ῥύδην, μετὰ ἠχηρᾶς καὶ μανιώδους ὁρμῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860.
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à engloutir dans un tourbillon.
Étymologie: ἐπιρροιβδέω.
Greek Monolingual
ἐπιρροίβδην (Α)
επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση].
Greek Monotonic
ἐπιρροίβδην: (ῥοῖβδος), επίρρ., με μανιώδη ορμή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρροίβδην: adv. бурно, стремительно, неудержимо (ὁμαρτεῖν τινα Eur.).