συναφορίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ξεχωρίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>3.</b> [[αφορίζω]] κάποιον [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφορίζω]] «[[καθορίζω]], [[ξεχωρίζω]], [[εξοστρακίζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ξεχωρίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>3.</b> [[αφορίζω]] κάποιον [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφορίζω]] «[[καθορίζω]], [[ξεχωρίζω]], [[εξοστρακίζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συναφορίζω:''' одновременно отграничивать, отмежевывать ([[ἅμα]] τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναφορίζω Medium diacritics: συναφορίζω Low diacritics: συναφορίζω Capitals: ΣΥΝΑΦΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synaphorízō Transliteration B: synaphorizō Transliteration C: synaforizo Beta Code: sunafori/zw

English (LSJ)

   A mark off together, ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plu.2.425b.

German (Pape)

[Seite 1006] mit od. zugleich abgrenzen, unterscheiden, Plut. def. or. 27.

Greek (Liddell-Scott)

συναφορίζω: συναποχωρίζω, ξεχωρίζω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Πλούτ, 2. 425Β.

French (Bailly abrégé)

délimiter ou séparer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀφορίζω.

Greek Monolingual

Α
1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον
3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»].

Greek Monolingual

Α
1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον
3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»].

Russian (Dvoretsky)

συναφορίζω: одновременно отграничивать, отмежевывать (ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plut.).