ἐπιμεταπέμπομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμεταπέμπομαι:''' Μέσ., [[στέλνω]] και ζητώ [[ενίσχυση]], ζητώ [[επικουρία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπιμεταπέμπομαι:''' Μέσ., [[στέλνω]] και ζητώ [[ενίσχυση]], ζητώ [[επικουρία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμεταπέμπομαι:''' воен. (затем) посылать за подкреплениями Thuc.
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμεταπέμπομαι Medium diacritics: ἐπιμεταπέμπομαι Low diacritics: επιμεταπέμπομαι Capitals: ΕΠΙΜΕΤΑΠΕΜΠΟΜΑΙ
Transliteration A: epimetapémpomai Transliteration B: epimetapempomai Transliteration C: epimetapempomai Beta Code: e)pimetape/mpomai

English (LSJ)

   A send for a reinforcement, Th.6.21, 7.7.

German (Pape)

[Seite 962] nachkommen lassen, Thuc. 6, 21. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., πάλινμετέπειτα μεταπέμπομαι, ἢ ὕστερον ἐπιμεταπέμπεσθαι Θουκ. 6. 21., 7. 7.

French (Bailly abrégé)

mander de nouveau.
Étymologie: ἐπί, μεταπέμπομαι.

Greek Monolingual

ἐπιμεταπέμπομαι (Α)
καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα-πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»].

Greek Monotonic

ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., στέλνω και ζητώ ενίσχυση, ζητώ επικουρία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμεταπέμπομαι: воен. (затем) посылать за подкреплениями Thuc.