προσαύω: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσαύω:''' обжигать ([[πόδα]] πυρί Soph.). | |elrutext='''προσαύω:''' обжигать ([[πόδα]] πυρί Soph.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-αύω branden:. πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ voordat iemand zijn voet verbrandt aan de hete haard Soph. Ant. 619. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ S.Ant. 619 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 753] anzünden, anbrennen, προσαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προσαυράω.
Greek (Liddell-Scott)
προσαύω: φέρω πρός, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. καταύω. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
approcher : τί τινι une chose d’une autre.
Étymologie: πρός, αὔω.
Greek Monolingual
Α
καίω κάτι επί πλέον («πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύση», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔω «ανάβω, καίω»].
Greek Monotonic
προσαύω: μέλ. -αύσω, φέρω προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η λέξη αὔω δείχνει να είναι ισοδύν. του αἴρω).
Russian (Dvoretsky)
προσαύω: обжигать (πόδα πυρί Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αύω branden:. πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ voordat iemand zijn voet verbrandt aan de hete haard Soph. Ant. 619.