ἁβροκόμης: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁβροκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει κομψά, λεπτά ή άφθονα, ζωηρά φύλλα· [[φοῖνιξ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἁβροκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει κομψά, λεπτά ή άφθονα, ζωηρά φύλλα· [[φοῖνιξ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁβροκόμης:''' ου adj. m, f<br /><b class="num">1)</b> покрытый красивыми кудрями, прекраснокудрый ([[Βάκχος]], [[Ἔρως]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> с роскошной листвой ([[φοῖνιξ]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβροκόμης Medium diacritics: ἁβροκόμης Low diacritics: αβροκόμης Capitals: ΑΒΡΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: habrokómēs Transliteration B: habrokomēs Transliteration C: avrokomis Beta Code: a(broko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with luxuriant foliage, φοῖνιξ E.Ion920, IT 1099.    II with delicate hair. Orph.H.56.2, Nonn.D.13.91, al.; (with play on both meanings) AP12.256 (Mel.):—also ἁβρό-κομος, ον, Nonn.D.13.456, Man.2.446.

German (Pape)

[Seite 4] ὁ, mit üppigem Haare, Ερως Artem. 1 (XII, 55); Βάκχος Hymn. in B. 2 (IX, 524); von Knaben, Mel. 2. 30 (XII, 256. 164); öfter bei Sp. D; – mit üppigem Laube, φοίνιξ Eur. Ion. 926, ch., Iph. T. 1099, ch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβροκόμης: -ου, ὁ ἔχων λεπτὰ ἢ ζωηρὰ φύλλα· -φοῖνιξ. Εὐρ. Ἴων. 920. 1. Τ.1099. Πρβ. Ἀνθ. Π. 12. 256: -ἁβρόκομος, ον. Σιβυλλ. χρησμ. 14. 67.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 à la chevelure efféminée ou abondante;
2 au feuillage luxuriant.
Étymologie: ἁβρός, κόμη.

Spanish (DGE)

-ου
1 de sedosa cabellera Ἔρως AP 12.55, Μυΐσκος AP 12.256 (Mel.), cf. Orph.H.56.2, Ὑμέναιος Nonn.D.13.91.
2 de lozano follaje φοῖνιξ E.Io 920, IT 1099, κόρυμβοι Nonn.D.15.47.

Greek Monotonic

ἁβροκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που έχει κομψά, λεπτά ή άφθονα, ζωηρά φύλλα· φοῖνιξ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁβροκόμης: ου adj. m, f
1) покрытый красивыми кудрями, прекраснокудрый (Βάκχος, Ἔρως Anth.);
2) с роскошной листвой (φοῖνιξ Eur.).