αἰεί: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰεί:''' Ιων. και ποιητ. αντί [[ἀεί]].
|lsmtext='''αἰεί:''' Ιων. και ποιητ. αντί [[ἀεί]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰεί:''' ион.-поэт. = [[ἀεί]].
}}
}}

Revision as of 15:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰεί Medium diacritics: αἰεί Low diacritics: αιεί Capitals: ΑΙΕΙ
Transliteration A: aieí Transliteration B: aiei Transliteration C: aiei Beta Code: ai)ei/

English (LSJ)

Ion. and poet. for ἀεί, q.v. (For compds. omitted here v. sub ἀει-).

Greek (Liddell-Scott)

αἰεί: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀεί, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀεί.

English (Autenrieth)

always, ever; joined with ἀσκελέως, ἀσφαλές, διαμπερές, ἐμμενές, μάλα, νωλεμές, συνεχές. Also αἰεὶ ἤματα πάντα. ;;: see ἀεί.

English (Slater)

αἰεί, αἰέν, ᾰεί (ἀέ coni. Hermann, (P. 9.88) )
   1 always, ever
   a αἰεὶ μενοινῶν (O. 1.58) φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς αἰεί (O. 2.27) ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις (O. 2.61) αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται (O. 5.15) μέγα τοι κλέος αἰεί (O. 8.10) ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί (O. 9.56) θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοιαἰεὶ μένεινΔωριεῖς (P. 1.64) Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ (P. 1.67) εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν (P. 1.90) χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον (P. 2.34) καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72) τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο (P. 4.256) ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι (P. 9.76) Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται (coni. Hermann: αἰεὶ, ἀεὶ codd.; ἅμα Bergk.) (P. 9.88) ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (Hermann: αἰεὶ codd.) (N. 6.3) ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (N. 7.39) παιδῶν δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν (N. 7.100) ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί (Tricl.: αἰεὶ codd.) (N. 8.22) θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (I. 4.4) διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί (I. 4.42) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (I. 8.13) ἀεὶ θάλλει (Pae. 2.52)
   b at any time τὸ δ' αἰεὶ παρά- μερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν (O. 1.99) οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ (P. 2.75) τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω (P. 3.108) τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων (Byz.: ἀεὶ codd.) (N. 6.55)
   c frag. ]τιν ἀεὶ πρ[ Πα. 13a. 19. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται αἰεὶ<—>† (locum cruce notavit Snell.) Θρ. 7. 9.

Greek Monotonic

αἰεί: Ιων. και ποιητ. αντί ἀεί.

Russian (Dvoretsky)

αἰεί: ион.-поэт. = ἀεί.