ἁλιήρης: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλιήρης:''' -ες ([[ἐρέσσω]]), αυτός που σαρώνει τα κύματα, [[κώπη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἁλιήρης:''' -ες ([[ἐρέσσω]]), αυτός που σαρώνει τα κύματα, [[κώπη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλιήρης:''' рассекающий, бороздящий море ([[κώπη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ες, (ἐρέσσω)
A sweeping the sea, κώπη E.Hec.455 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 96] ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιήρης: -ες, (ἐρέσσω) ἐπὶ κώπης, «ᾗ ἐρέσσουσι κατὰ τὴν θάλασσαν» δι’ ἧς κωπηλατοῦσιν, Εὐρ. Ἑκ. 455, Σχολ. αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fend la mer (rame).
Étymologie: ἅλς¹, ἐρέσσω.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
que surca el mar κώπη E.Hec.455.
Greek Monolingual
ἁλιήρης, -ες (Α)
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί- (< ἅλς) + -ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης)].
Greek Monotonic
ἁλιήρης: -ες (ἐρέσσω), αυτός που σαρώνει τα κύματα, κώπη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιήρης: рассекающий, бороздящий море (κώπη Eur.).