ἄλφι: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄλφῐ:''' τό, ποιητ. συντομογρ. [[τύπος]] του [[ἄλφιτον]], σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως [[κρῖ]] αντί [[κριθή]].
|lsmtext='''ἄλφῐ:''' τό, ποιητ. συντομογρ. [[τύπος]] του [[ἄλφιτον]], σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως [[κρῖ]] αντί [[κριθή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλφι:''' τό indecl. HH = [[ἄλφιτον]].
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλφῐ Medium diacritics: ἄλφι Low diacritics: άλφι Capitals: ΑΛΦΙ
Transliteration A: álphi Transliteration B: alphi Transliteration C: alfi Beta Code: a)/lfi

English (LSJ)

τό, poet. indecl. abbrev. of

   A ἄλφιτον, ἄλφι καὶ ὕδωρ h.Cer.208, cf. Str.8.5.3, EM769.39.

German (Pape)

[Seite 112] τό, abgekürzt für ἄλφιτον, H. h. Cer. 208; Antimach. u. Epicharm. in VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλφῐ: τό, ποιητ. ἄκλ. συντετμημ. τύπος τοῦ ἄλφιτον, ἄλφι καὶ ὕδωρ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 208, πρβλ. Στράβ. 364, Ἐτυμ. Μ. 769. 39· πρβλ. ὡσαύτως κρῖ ἀντὶ κριθή, κτλ.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
poét.
farine d’orge ; pain.
Étymologie: abrév. de ἄλφιτον.

Spanish (DGE)

(ἄλφῐ) τό
harina, ἄλφι καὶ ὕδωρ h.Cer.208, εὐήλατον ἄλφι Antim.109, cf. Str.8.5.3, EM 769.39G., Hsch., cf. ἄλφιτον. • DMic.: a-pi.

• Etimología: Se impone la existencia de un neutr. ide. *albhi ‘cebada’, ‘harina de cebada’ representado en alb. por elp (elbi) ‘id.’ y tal vez en iranio *albh- (en el préstamo arba ‘cebada’ en turco-tártaro). A partir de la variante del lacon. ἀλίφατα una decl. heterócl. en -i / -n (cf. ai. asthi asthnás) resulta evidente. A su vez *albhi ha sido rel. bien c. la r. de ἀλφάνω q.u., bien c. la de ἀλφός q.u.

Greek Monolingual

ἄλφι, το (Α)
βλ. άλφιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. ἄλφατα, όπως φαίνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου ἀλίφατα «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το αλβαν. el΄p, el΄bi «κριθάρι» και είναι πιθ. να ανάγεται στο IE albhi «κριθάρι». Κατ’ άλλη άποψη, η λ. είναι πιθ. να συνδέεται με το ἀλφὸς «υπόλευκος» και το λατ. albus «λευκός»].

Greek Monotonic

ἄλφῐ: τό, ποιητ. συντομογρ. τύπος του ἄλφιτον, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως κρῖ αντί κριθή.

Russian (Dvoretsky)

ἄλφι: τό indecl. HH = ἄλφιτον.