ἀμοιβηδίς: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμοιβηδίς:''' επίρρ. ([[ἀμοιβή]]), αμοιβαίως, [[εναλλάξ]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀμοιβηδίς:''' επίρρ. ([[ἀμοιβή]]), αμοιβαίως, [[εναλλάξ]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμοιβηδίς:''' adv. чередуясь, поочередно Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ἀμοιβή)
A alternately, in succession, Il.18.506, Od.18.310, h.Cer326.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβηδίς: Ἐπίρρ. (ἀμοιβή) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, ἐναλλάξ. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· ὡσαύτως ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. ἀμοιβαδίς.
French (Bailly abrégé)
adv.
alternativement, mutuellement.
Étymologie: ἀμοιβή, -δις.
English (Autenrieth)
by turns, Il. 18.506 and Od. 18.310.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. por turno, Il.18.506, Od.18.310, h.Cer.326, A.R.3.226, cf. tb. A.D.Synt.343.12, Hdn.Gr.1.512, Sud.
Greek Monolingual
ἀμοιβηδίς (Α) επίρρ.
βλ. αμοιβήδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. -δις].
Greek Monotonic
ἀμοιβηδίς: επίρρ. (ἀμοιβή), αμοιβαίως, εναλλάξ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοιβηδίς: adv. чередуясь, поочередно Hom.