ἀμφιτρέμω: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιτρέμω:''' [[τρέμω]] γύρω από κάποιον, σε [[τμήση]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀμφιτρέμω:''' [[τρέμω]] γύρω από κάποιον, σε [[τμήση]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιτρέμω:''' (кругом) дрожать, трепетать Hom. - in tmesi. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A tremble round one, ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il. 21.507.
German (Pape)
[Seite 145] ringsum zittern; Hom. Iliad. 21, 507 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε besser als simpl. betrachtet, ἀμφί advb.; es kommt hier nur auf das Zittern an, nicht auf das Umzittern.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτρέμω: τρέμω περί τινα, περιτρέμω, ἐν τμήσει ἀμφὶ δ’ ἄρ’ ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Ἰλ. Φ. 507.
French (Bailly abrégé)
trembler autour LSJ.
Étymologie: ἀμφί, τρέμω.
Spanish (DGE)
temblar en torno ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑανὸς τρέμε Il.21.507.
Greek Monolingual
ἀμφιτρέμω (Α)
τρέμω γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τρέμω.
Greek Monotonic
ἀμφιτρέμω: τρέμω γύρω από κάποιον, σε τμήση, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτρέμω: (кругом) дрожать, трепетать Hom. - in tmesi.