ἀνάρρινον: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(4) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάρρινον]], το (Α) [[ρις]]<br /><b>1.</b> [[χόρτο]] δριμύ στη [[γεύση]], το [[κάρδαμο]]<br /><b>2.</b> [[φυτό]] αντίρρινον ([[κατά]] τον βοτανικό Διοσκορίδη)<br /><b>3.</b> αυτό που προκαλεί [[φτάρνισμα]]. | |mltxt=[[ἀνάρρινον]], το (Α) [[ρις]]<br /><b>1.</b> [[χόρτο]] δριμύ στη [[γεύση]], το [[κάρδαμο]]<br /><b>2.</b> [[φυτό]] αντίρρινον ([[κατά]] τον βοτανικό Διοσκορίδη)<br /><b>3.</b> αυτό που προκαλεί [[φτάρνισμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάρρῑνον:''' τό анаррин (род растения с едким соком) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = κάρδαμον, nose-smart, Arist.Pr.925a30, Speus. ap. Ath.9.369b, prob. in Nic.Fr.84. II = ἀντίρρινον, Dsc.4.130 (prob.), Gal.11.834. III sternutative, Hp. ap. Gal.19.79.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρρῑνον: τό, δριμύ τι φυτόν, πιθ. τὸ κάρδαμον, nasturtium, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22. - «ῥαφανίς, γογγυλίς, ῥάφυς, ἀνάρρινον, ὅμοια» Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθηναίῳ 9. 369Β. ἐν τῷ Γαληνοῦ Γλωσσ. σ. 432 ὑπάρχουσι τὰ ἑξῆς: «ἀνάρρινον τὸν διὰ τῶν ῥινῶν παλίσσυτον ἰόν· ἔνιοι δὲ διαιροῦσιν, ἀνὰ ῥινὸν εἶναι, ἀνὰ τὸ δέρμα».
Spanish (DGE)
(ἀνάρρῑνον) -ου, τό
I estornudatorio Hp. en Gal.19.79.
II bot.
1 mastuerzo, Lepidium sativum L., Arist.Pr.925a30, cf. Nic.Fr.84, Speus.23.
2 dragón, boca de dragón quizá Antirrhinum maius L., Dsc.4.130, cf. Gal.11.834.
Greek Monolingual
ἀνάρρινον, το (Α) ρις
1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο
2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη)
3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρρῑνον: τό анаррин (род растения с едким соком) Arst.