ἀνέβραχε: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνέβρᾰχε:''' (*[[βράχω]]), γʹ ενικ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε [[δυνατά]], λέγεται για [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με [[δύναμη]], λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀνέβρᾰχε:''' (*[[βράχω]]), γʹ ενικ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε [[δυνατά]], λέγεται για [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με [[δύναμη]], λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνέβραχε:''' эп. 3 л. sing. к [[ἀναβραχεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(v. Βράχω), 3sg. aor. 2, with no pres., τὰ δ' ἀνέβραχε but it [the armour]
A clashed or rang loudly, Il.19.13; τὰ δ' ἀνέβραχεν [the door] creaked or grated loudly, Od.21.48; of water, gushed roaring forth, A.R.1.1147.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέβρᾰχε: (ἴδε *βράχω) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ ἀνέβραχε [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ θύρετρα], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. βρόξαι 7.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2;
craquer, faire du bruit.
Étymologie: ἀνά, R. Βραχ faire du bruit.
Spanish (DGE)
(ἀνέβρᾰχε) • Alolema(s): ἀνήβραχεν Hsch.
sólo en aor. resonar, hacer ruido de las armas de Aquiles τὰ δ' ἀνέβραχε δαίδαλα Il.19.13, de las puertas τὰ δ' ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος Od.21.48, cf. ἀνήβραχεν· ἤχησεν Hsch.
Greek Monolingual
ἀνέβραχε (Α)
αόρ. του υποθ. βράχω
«τρίζω, μουγγρίζω, βροντώ».
Greek Monotonic
ἀνέβρᾰχε: (*βράχω), γʹ ενικ. αορ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε δυνατά, λέγεται για πανοπλία, σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με δύναμη, λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέβραχε: эп. 3 л. sing. к ἀναβραχεῖν.