ἀνεπιστασία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπιστασία]], (AM)<br />[[έλλειψη]] επιστασίας, επίβλεψης, [[αμέλεια]].
|mltxt=[[ἀνεπιστασία]], (AM)<br />[[έλλειψη]] επιστασίας, επίβλεψης, [[αμέλεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπιστᾰσία:''' ἡ невнимательность, пренебрежение или опрометчивость Plat.
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιστᾰσία Medium diacritics: ἀνεπιστασία Low diacritics: ανεπιστασία Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: anepistasía Transliteration B: anepistasia Transliteration C: anepistasia Beta Code: a)nepistasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inattention, thoughtlessness, Pl.Ax.365d; distraction, insensateness (of passion), Phld.Ir.p.33 W.; want of reflection, Simp.in Cael.163.35,al.

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, Unachtsamkeit, Plat. Ax. 365 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστασία: ἡ, ἔλλειψις ἐπιστασίας, ἀλογιστία, ἀπροσεξία, Πλάτ. Ἀξ. 365D. - τὸ μὴ ἐπίστασθαι, «ἐπιφερομένους ἐνίοτε διὰ τὴν ἀνεπιστασίαν εἰς ξύλα καὶ τοίχους» Ἀνών. Εἰλητάρ. Ἡρακλεωτ. μερ. 1, σ. 46Β.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de atención συνάπτεις γὰρ ... παρὰ τὴν ἀνεπιστασίαν ἀνεπιλογίστως τῇ ἀναισθησίᾳ αἴσθησιν Pl.Ax.365d
falta de reflexión ἀνοίας ... καὶ ἀνεπιστασίας πεπλήρωται Simp.in Cael.163.35
insensatez Phld.Ir.p.33.

Greek Monolingual

ἀνεπιστασία, (AM)
έλλειψη επιστασίας, επίβλεψης, αμέλεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιστᾰσία: ἡ невнимательность, пренебрежение или опрометчивость Plat.