ἀντιβιάζομαι: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιβιάζομαι:''' αποθ., [[μεταχειρίζομαι]] [[βία]] [[έναντι]] σε, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀντιβιάζομαι:''' αποθ., [[μεταχειρίζομαι]] [[βία]] [[έναντι]] σε, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιβιάζομαι:''' отражать силу силой, сопротивляться Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A use force against, AP12.183 (Strat.): abs., Ph.1.295,al.:—Pass., ῥώμη-βιασθέντες κραταιοτέρᾳ 2.423.
German (Pape)
[Seite 250] dagegen Gewalt brauchen, Strat. 25 (XII, 183); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβιάζομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαι βίαν ἐναντίον βίας, Ἀνθ. Π. 12, 183, πρβλ. Φίλωνα 2. 423.
French (Bailly abrégé)
opposer la force à la force.
Étymologie: ἀντί, βιάζω.
Spanish (DGE)
hacer fuerza en contra c. dat. λάβροισιν χείλεσι ... ἀντιβιαζόμενος AP 12.183 (Strat.)
•abs., Ph.1.295
•en v. pas. ῥώμῃ ... ἀντιβιασθέντες κραταιοτέρᾳ Ph.2.423.
Greek Monotonic
ἀντιβιάζομαι: αποθ., μεταχειρίζομαι βία έναντι σε, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβιάζομαι: отражать силу силой, сопротивляться Anth.