ἀντιπροσαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπροσᾰγορεύω:''' μέλ <i>-σω</i>, [[χαιρετώ]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀντιπροσᾰγορεύω:''' μέλ <i>-σω</i>, [[χαιρετώ]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπροσᾰγορεύω:''' обращаться со своей стороны с приветствием, приветствовать в свою очередь, взаимно приветствовать (τινὰ ἐξ ὀνόματος Plut.): προσειπών χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη Xen. на его приветствие ответа не последовало.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπροσᾰγορεύω Medium diacritics: ἀντιπροσαγορεύω Low diacritics: αντιπροσαγορεύω Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΣΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: antiprosagoreúō Transliteration B: antiprosagoreuō Transliteration C: antiprosagoreyo Beta Code: a)ntiprosagoreu/w

English (LSJ)

   A return salute, Plu. Crass.3 (in aor. -ευσα):— but in earlier Prose, aor. 2 ἀντιπροσεῖπον Thphr.Char.15.3:—Pass., ἀντιπροσερρήθην X.Mem.3.13.1.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen anreden u. begrüßen, Plut. Crass. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπροσᾰγορεύω: ἀνταποδίδω χαιρετισμόν, ἀντασπάζομαι, οὐδενὶ γὰρ οὕτως ἀπήντησε Ρωμαίων ἀδόξῳ καὶ ταπεινῷ Κράσσος, ὃν ἀσπασάμενον οὐκ ἀντιπροσηγόρευσεν ἐξ ὀνόματος Πλουτ. Κράσσ. 3: - ἀλλ’ ὁ Ἀττ. ἀόρ. εἶναι ἀντιπροσεῖπον Θεοφρ. Χαρ. 15· παθ. ἀντιπροσερρήθην Ξεν. Ἀπομ. 3.13, 1.

French (Bailly abrégé)

rendre un salut à, acc..
Étymologie: ἀντί, προσαγορεύω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. act. ἀντιπροσεῖπον Thphr.Char.15.3, pas. ἀντιπροσερρήθην X.Mem.3.13.1]
devolver el saludo προσαγορευθεὶς μὴ ἀντιπροσειπεῖν Thphr.l.c., ὃν ἀσπασάμενον οὐκ ἀντιπροσηγόρευσεν ἐξ ὀνόματος Plu.Crass.3, en v. pas. προσειπών τινα χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη X.l.c., cf. Aristaenet.1.4.26.

Greek Monolingual

ἀντιπροσαγορεύω (Α)
ανταποδίδω προσφώνηση ή χαιρετισμό.

Greek Monotonic

ἀντιπροσᾰγορεύω: μέλ -σω, χαιρετώ με τη σειρά μου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπροσᾰγορεύω: обращаться со своей стороны с приветствием, приветствовать в свою очередь, взаимно приветствовать (τινὰ ἐξ ὀνόματος Plut.): προσειπών χαίρειν οὐκ ἀντιπροσερρήθη Xen. на его приветствие ответа не последовало.