ἀνυπόθετος: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(5) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπόθετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον υποθέσει, [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], αυτός που ισχύει [[χωρίς]] όρους και προϋποθέσεις («[[ἀνυπόθετος]] [[ἀρχή]]», [[Πλάτων]])<br /><b>2.</b> [[αβάσιμος]], [[ανυπόστατος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπόθετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον υποθέσει, [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], αυτός που ισχύει [[χωρίς]] όρους και προϋποθέσεις («[[ἀνυπόθετος]] [[ἀρχή]]», [[Πλάτων]])<br /><b>2.</b> [[αβάσιμος]], [[ανυπόστατος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνυπόθετος:''' <b class="num">1)</b> не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный ([[ἀρχή]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный оснований Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not hypothetical, unconditioned, absolute, ἀρχή Pl.R.510b, cf. Phld. D.1.19; τὸ ἀ. Pl.R.511b, al. Adv. -τως not hypothetically, Plu.2.399b. II without foundation, ib.358f.
German (Pape)
[Seite 266] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόθετος: -ον, ὁ μὴ ὑποθετικός, ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, ἀπόλυτος, ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον αὐτόθι 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἄνευ θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - οὕτως ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 399Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fondement.
Étymologie: ἀ, ὑποτίθημι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no está condicionado, absoluto, ἀρχή Pl.R.510b, Phld.D.1.19, cf. POxy.3219.fr.19.4 (II d.C.), del principio de contradicción, Arist.Metaph.1005b14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.269.2
•subst. τὸ ἀ. lo no hipotético Pl.R.511b.
2 que no tiene base οἱ ἀράχναι ... [ἀπ] αρχὰς ἀνυποθέτους ὑφαίνουσι las arañas construyen sus telas sin base Plu.2.358f.
3 que no se puede hipotecar de un campo heredado TAM 2.261b.16, PMasp.309.34 (biz.), PMichael.42A.28.
II adv. -ως sin fundamento λέγειν Plu.2.399b.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνυπόθετος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων)
2. αβάσιμος, ανυπόστατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπόθετος: 1) не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный (ἀρχή Plat., Arst.);
2) лишенный оснований Plut.