ἀντιπαταγέω: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιπᾰτᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω κρότο έτσι ώστε να «[[πνίγω]]» τους υπόλοιπους ήχους, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀντιπᾰτᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω κρότο έτσι ώστε να «[[πνίγω]]» τους υπόλοιπους ήχους, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιπᾰτᾰγέω:''' шуметь в ответ, заглушать (τῷ ψόφῳἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Thuc.; ἀ. καὶ ἀντηχεῖν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A rattle so as to drown another sound, ψόφῳ Th.3.22; τοῖς ὅπλοις Dam.Isid.63.
German (Pape)
[Seite 258] entgegen od. um die Wette lärmen, τινί Thuc. 3, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπᾰτᾰγέω: παταγῶ, κροτῶ οὕτως ὥστε νὰ καταπνίγω ἕτερον ἦχον, παταγῶ οὕτως ὥστε νὰ μὴ ἀκούηται ἄλλος ψόφος, ψόφῳ δὲ... ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
répondre à un bruit par un autre.
Étymologie: ἀντί, παταγέω.
Spanish (DGE)
hacer un ruido que ahoga otro, contestar a un ruido con otro c. dat. ψόφῳ δὲ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου οὐ κατακουσάντων no oyéndolos porque el viento producía un ruido que apagaba el que producían ellos al andar Th.3.22, τοῦ πνεύματος ἀντιπαταγοῦντός σφισι D.C.48.48.4, τὰ εἴδωλα τῶν ψυχῶν ... τοῖς ὅπλοις ἀντιπαταγοῦντα Dam.Isid.63, c. ac. ἀνέμων ... ἀντιπαταγούντων βίας originando los vientos ruidosas ráfagas al chocar Ph.2.99
•abs. οἱ δὲ κάλοι ... ἀντιπαταγοῦντες ἐτετρίγεσαν Ach.Tat.3.2.3
•fig. τὸ ... κρῖνον, ἂν ἔνδοθεν ἀντιπαταγῇ <τι> καὶ ἀντηχῇ el juicio, si desde dentro contesta algo a su vez con ruido y estruendo Plu.2.1000c.
Greek Monotonic
ἀντιπᾰτᾰγέω: μέλ. -ήσω, κάνω κρότο έτσι ώστε να «πνίγω» τους υπόλοιπους ήχους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπᾰτᾰγέω: шуметь в ответ, заглушать (τῷ ψόφῳἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Thuc.; ἀ. καὶ ἀντηχεῖν Plut.).