ἀπειλητικός: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(5)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀπειλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που απειλεί, ο [[εκφοβιστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀπειλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που απειλεί, ο [[εκφοβιστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειλητικός:''' Xen., Plat. = [[ἀπειλητήριος]].
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειλητικός Medium diacritics: ἀπειλητικός Low diacritics: απειλητικός Capitals: ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apeilētikós Transliteration B: apeilētikos Transliteration C: apeilitikos Beta Code: a)peilhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ἀπειλητήριος, ῥήσεις Pl.Phdr.268c; νόμιμα Id.Lg.823c; ὄμματα X.Mem.3.10.8. Adv. -κῶς Phryn.PSp.61 B.

German (Pape)

[Seite 283] drohend, ῥήσεις Plat. Phaedr. 268 c; νόμιμα Legg. VII, 823 c; ὄμματα Xen. Mem. 3, 10, 8; βλέμμα Poll. 2, 59.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλητικός: -ή, -όν, = ἀπειλητήριος, ῥήσεις Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· νόμιμα ὁ αὐτ. Νόμ. 823C· ἴδε ἐν λ. ἀπεικαστέον. ― Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
menaçant en parl. de choses.
Étymologie: ἀπειλέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 amenazador ῥήσεις Pl.Phdr.268c, νόμιμα Pl.Lg.823c, ὄμματα X.Mem.3.10.8, cf. Luc.Cat.22.
2 adv. -ῶς amenazadoramente Phryn.PS p.61.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπειλητικός, -ή, -όν)
αυτός που απειλεί, ο εκφοβιστικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειλητικός: Xen., Plat. = ἀπειλητήριος.