ἀπειλητήρ: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπειλητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀπειλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που απειλεί, που εκφοβίζει, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> κομπορρήμονας, [[καυχησιολόγος]], στο ίδ. | |lsmtext='''ἀπειλητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀπειλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που απειλεί, που εκφοβίζει, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> κομπορρήμονας, [[καυχησιολόγος]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπειλητήρ:''' ῆρος ὁ произносящий пустые угрозы, хвастун Hom., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A threatener, boaster, Il.7.96, Call.Del.69, AP6.95 (Antiph.): as Adj., Nonn.D.4.378,al.:—fem. ἀπειλ-ήτειρα, ib.2.257.
German (Pape)
[Seite 283] ῆρος, ὁ, der Droher, Großprahler, Il. 7, 96; μύωψ Antiphil. 4 (VI, 95).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀπειλὰς ἐκφέρων, κομπαστής, Ἰλ. Η. 96, Καλλ. εἰς Δῆλ. 69, Ἀνθ. Π. 6. 95: -ήτειρα, ἡ, ὡς θηλ. ἐπίθ., Νόνν. Δ. 2. 257.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
1 qui menace;
2 fanfaron, vantard.
Étymologie: ἀπειλέω.
English (Autenrieth)
ῆρος: boaster, pl., Il. 7.96†.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 fanfarrón ὤ μοι, ἀπειλητῆρες, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί Il.7.96.
2 amenazador μίμνον ἀπειλητῆρες Call.Del.69
•como adj. μύωψ AP 6.95 (Antiphil.), δεσμός Nonn.D.4.366.
Greek Monolingual
ἀπειλητήρ (-ῆρος), ο (Α)
κομπαστής, καυχησιάρης.
Greek Monotonic
ἀπειλητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀπειλέω)·
1. αυτός που απειλεί, που εκφοβίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κομπορρήμονας, καυχησιολόγος, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειλητήρ: ῆρος ὁ произносящий пустые угрозы, хвастун Hom., Anth.